βαρυφορτώνω

βαρυφορτώνω
μετ. перегружать; слишком нагружать; обременять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βαρυφορτώνω" в других словарях:

  • βαρυφορτώνω — και βαριοφορτώνω 1. φορτώνω κάποιον βαριά, του βάζω πολύ φορτίο 2. (για πρόσ.) επιθαρύνω κάποιον, του επιβάλλω δυσανάλογες γι αυτόν υποχρεώσεις 3. (για διακόσμηση) προσθέτω πολλά διακοσμητικά στοιχεία σε κάτι, ώστε να καταντάει ακαλαίσθητο 4.… …   Dictionary of Greek

  • βαρυφορτώνω — ωσα, ώθηκα, βαρυφορτωμένος 1. φορτώνω κάποιον με βάρος περισσότερο απ’ όσο πρέπει: Μη βαρυφορτώνεις τη ζυγαριά γιατί θα χαλάσει. 2. μτφ., αναθέτω σε κάποιον δυσανάλογα βαριά καθήκοντα ή υποχρεώσεις: Βαρυφορτώνουν τους μαθητές με μαθήματα στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»